τουρτουρίζω

τουρτουρίζω
τουρτουρίζω, τουρτούρισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουρτουρίζω — Ν [ταρταρίζω] τρέμω από το κρύο ή από φόβο …   Dictionary of Greek

  • τουρτουρίζω — τουρτούρισα, τρέμω από κρύο ή φόβο ή πυρετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • ταρταρίζω — ΜΑ [Τάρταρος] τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω …   Dictionary of Greek

  • τουρτούρα — η, Ν ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού πουλιού τρυγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τουρτούρισμα — το, Ν [τουρτουρίζω] το ρίγος, το τρεμούλιασμα από το κρύο …   Dictionary of Greek

  • τούρτουρας — ο, Ν το τούρτουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τούρτουρο — το, Ν τρεμούλιασμα από κρύο ή από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”